- ὑπόχαυνα
- ὑπόχαυνοςsomewhat porousneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόχαυνος — ον, Α 1. λίγο χαλαρός 2. λίγο πορώδης, λίγο σαθρός («τόπος τὰ μὲν ἄνω ἰσχυρὰ ἔχων, τὰ δὲ κάτω ὑπόχαυνα», Μέγα Ετυμολογικόν) 3. μτφ. λίγο φαντασμένος, λίγο ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χαῦνος «πορώδης, χαλαρός»] … Dictionary of Greek